- ησσονίτης
- Ορυκτό, μέλος της ομάδας των πυριτικών ορυκτών και πετραδιών. Αποτελεί πορτοκαλοκάστανη ποικιλία του γροσσουλάριου γρανάτη με χημικό τύπο Ca3Al2(SiO4)3. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, δεν παρουσιάζει σχισμό και γι’ αυτό είναι κατάλληλος στην κοσμηματοποιία και στη διακοσμητική. Έχει σκληρότητα 6,5−7 και πυκνότητα 3,59 gr/cm3. Απαντάται συνήθως σε βασικά παραμορφωμένα πετρώματα, κυρίως σε σερπεντίνες. Τα ωραιότερα δείγματά του έρχονται από τη Σρι Λάνκα. Επίσης συναντάται στο Κεμπέκ του Καναδά καθώς και στις πολιτείες Καλιφόρνια και Βερμόντ των ΗΠΑ.
Το ορυκτό ησσονίτης δεν παρουσιάζει σχισμό, γι’ αυτό χρησιμοποιείται ευρέως στην κοσμηματοποιία (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.